- κοσμοποιῷ
- κοσμοποιόςcreating the worldmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμοποιώ — κοσμοποιῶ, έω (Α) [κοσμοποιός] 1. δημιουργώ τον κόσμο («θεὸν κοσμοποιεῑν περατοῡντα τὴν ὕλην ἄπειρον ούσαν», Πλούτ.) 2. (για φιλόσοφο) δημιουργώ σύστημα ή θεωρία σχετικά με τον κόσμο («ἐξ ἀκινήτων γὰρ ἄρχεται κοσμοποιεῑν ὁ Ἀναξαγόρας», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
κοσμοποιητής — κοσμοποιητής, ὁ (Α) [κοσμοποιώ] ο δημιουργός τού κόσμου … Dictionary of Greek
κοσμουργώ — κοσμουργῶ έω (Α) [κοσμουργός] δημιουργώ τον κόσμο, πλάττω το σύμπαν, κοσμοποιώ … Dictionary of Greek